ζαφαράνα

ζαφαράνα
και ζαφαρόνα, η
το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za' faran)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαφαράνα, άγρια — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι κάρθαμος ο βαφικός (carthamus tinctorius). Φύεται στην Ασία και κυρίως στην Αραβία, όπου καλλιεργείται για την κόκκινη χρωστική ουσία των ανθών του, την καρθαμίνη ή καρθαμικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”